- γαργαλιστικός
- -ή, -ό1. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, την όρεξη («φαΐ γαργαλιστικό»)2. ο δελεαστικός («προτάσεις γαργαλιστικές»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαλίζω (πρβλ. μυρίζω -μυριστικός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί γαργάλισμα. 2. μτφ., ο δελεαστικός, ο προκλητικός: Το φαγητό είχε γαργαλιστική μυρωδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)